-
1 μεσημβριαζω
-
2 μεσημβριάζω
2 of the sun or stars, culminate, Poll.4.157, 158;μεσημβριάζοντος τοῦ θεοῦ Porph.Antr.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσημβριάζω
-
3 μεσ-ημβριάζω
μεσ-ημβριάζω, Mittag machen, ausruhen, Mittagsruhe halten, ὥςπερ πρόβατα μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὕδειν, Plat. Phaedr. 259 a u. Sp.; auch von der Sonne, im Mittag stehen, = μεσουρανέω, Poll.
См. также в других словарях:
μεσημβριάζω — και μεσημβρίζω και ποιητ. τ. μεσημβριῶ, άω (Α) [μεσημβρία] 1. διέρχομαι τη μεσημβρία, περνώ το μεσημέρι, αναπαύομαι κατά το μεσημέρι («ὥσπερ προβάτια μεσημβριάζοντα περὶ τὴν κρήνην εὔδειν», Πλάτ.) 2. (για τον Ήλιο ή τους αστέρες) βρίσκομαι στον… … Dictionary of Greek